- αναδημιουργώ
- -ησα, -ήθηκα, -ημένος, ξαναφτιάχνω, ξαναπλάθω: Ο καλός μεταφραστής ενός έργου, ως ένα βαθμό, αναδημιουργεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναδημιουργώ — αναδημιουργώ, αναδημιούργησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναδημιουργώ — ( έω) (Μ ἀναδημιουργῶ) δημιουργώ εκ νέου, κατασκευάζω κάτι από την αρχή, ξαναφτιάχνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δημιουργῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. αναδημιουργία] … Dictionary of Greek
αναδημιουργία — η 1. η εκ νέου δημιουργία 2. αναγέννηση 3. ανασχηματισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτ. λόγ. σύνθετο < αναδημιουργώ. ΠΑΡ. αναδημιουργικός] … Dictionary of Greek
ανακτίζω — (Α ἀνακτίζω) 1. χτίζω εκ νέου, ξαναχτίζω 2. αναδημιουργώ, επαναφέρω στη ζωή, αναγεννώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κτίζω. ΠΑΡ. ἀνάκτισις ( η) μσν. ἀνακτιστής] … Dictionary of Greek
νεουργώ — νεουργῶ, έω (ΑΜ) [νεουργός (Ι)] 1. επεξεργάζομαι εκ νέου, ανακαινίζω 2. μτφ. αναδημιουργώ, ανανεώνω («ὁ Ῥωμανοῡ παις... κρεῑττον νεουργεῑ τῆς πάλαι θεωρίας», Ανθ. Παλ.) μσν. 1. κτίζω κάτι καινούργιο 2. καλλιεργώ αγροτική έκταση που έχει μείνει… … Dictionary of Greek
αναμορφώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, δίνω σε κάτι νέα, καλύτερη μορφή, αναδημιουργώ: Αναμόρφωσαν όλο το χώρο γύρω από την εκκλησία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπαράγω — παράγω ξανά, αναδημιουργώ: Η ζωντανή ύλη έχει την ιδιότητα να αναπαράγει ζωντανή ύλη και μάλιστα σύμφωνα με ορισμένους κανόνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπλάθω — ανάπλασα, πλάστηκα, πλασμένος 1. αναδημιουργώ, αναμορφώνω: Ο Σωκράτης ζητούσε να αναπλάσει ηθικά τους Αθηναίους. 2. ξαναφέρνω στη συνείδησή μου παλιότερες παραστάσεις: Η συνείδηση αναπλάθει τις παλιές παραστάσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)